εγκαινιάστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εγκαινιάστηκα • (egkainiástika)
- first-person singular simple past of εγκαινιάζομαι (egkainiázomai), the passive of εγκαινιάζω (egkainiázo)
See also
[edit]- εγκαινιάσθηκα (egkainiásthika) (formal, dated)