Jump to content

ακτινίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology 1

[edit]

Noun

[edit]

ακτινίδιο (aktinídion (plural ακτινίδια)

  1. (chemistry) actinide
Declension
[edit]
singular plural
nominative ακτινίδιο (aktinídio) ακτινίδια (aktinídia)
genitive ακτινιδίου (aktinidíou)
ακτινίδιου (aktinídiou)
ακτινιδίων (aktinidíon)
accusative ακτινίδιο (aktinídio) ακτινίδια (aktinídia)
vocative ακτινίδιο (aktinídio) ακτινίδια (aktinídia)
Synonyms
[edit]

Etymology 2

[edit]

From New Latin Actinidia.

Noun

[edit]

ακτινίδιο (aktinídion (plural ακτινίδια)

  1. kiwi (US), kiwi fruit, Chinese gooseberry (Actinidia deliciosa)
Declension
[edit]
singular plural
nominative ακτινίδιο (aktinídio) ακτινίδια (aktinídia)
genitive ακτινιδίου (aktinidíou)
ακτινίδιου (aktinídiou)
ακτινιδίων (aktinidíon)
ακτινίδιων (aktinídion)
accusative ακτινίδιο (aktinídio) ακτινίδια (aktinídia)
vocative ακτινίδιο (aktinídio) ακτινίδια (aktinídia)

Further reading

[edit]