ακτινίδιο
Appearance
Greek
[edit]Etymology 1
[edit]Noun
[edit]ακτινίδιο • (aktinídio) n (plural ακτινίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
genitive | ακτινιδίου (aktinidíou) ακτινίδιου (aktinídiou) |
ακτινιδίων (aktinidíon) |
accusative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
vocative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
Synonyms
[edit]- ακτινίδες n pl (aktinídes) (plural only)
Etymology 2
[edit]Noun
[edit]ακτινίδιο • (aktinídio) n (plural ακτινίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
genitive | ακτινιδίου (aktinidíou) ακτινίδιου (aktinídiou) |
ακτινιδίων (aktinidíon) ακτινίδιων (aktinídion) |
accusative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
vocative | ακτινίδιο (aktinídio) | ακτινίδια (aktinídia) |
Further reading
[edit]- ακτινίδιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el