δηλητήριο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek δηλητήρῐον (dēlētḗrion), substantivized neuter of δηλητήριος (dēlētḗrios).

Noun

[edit]

δηλητήριο (dilitírion (plural δηλητήρια)

  1. (medicine, biology) poison, venom, toxin

Declension

[edit]
singular plural
nominative δηλητήριο (dilitírio) δηλητήρια (dilitíria)
genitive δηλητηρίου (dilitiríou)
δηλητήριου (dilitíriou)
δηλητηρίων (dilitiríon)
accusative δηλητήριο (dilitírio) δηλητήρια (dilitíria)
vocative δηλητήριο (dilitírio) δηλητήρια (dilitíria)