Jump to content

αποθηκόγραφο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποθηκόγραφο (apothikógrafon (plural αποθηκόγραφα)

  1. warehouse documentation/paperwork

Declension

[edit]
Declension of αποθηκόγραφο
singular plural
nominative αποθηκόγραφο (apothikógrafo) αποθηκόγραφα (apothikógrafa)
genitive αποθηκογράφου (apothikográfou)
αποθηκόγραφου (apothikógrafou)
αποθηκογράφων (apothikográfon)
accusative αποθηκόγραφο (apothikógrafo) αποθηκόγραφα (apothikógrafa)
vocative αποθηκόγραφο (apothikógrafo) αποθηκόγραφα (apothikógrafa)
[edit]