Jump to content

αναρρωτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναρρωτήριο (anarrotírion (plural αναρρωτήρια)

  1. (medicine) convalescent home, sanatorium, infirmary

Declension

[edit]
Declension of αναρρωτήριο
singular plural
nominative αναρρωτήριο (anarrotírio) αναρρωτήρια (anarrotíria)
genitive αναρρωτηρίου (anarrotiríou)
αναρρωτήριου (anarrotíriou)
αναρρωτηρίων (anarrotiríon)
accusative αναρρωτήριο (anarrotírio) αναρρωτήρια (anarrotíria)
vocative αναρρωτήριο (anarrotírio) αναρρωτήρια (anarrotíria)
[edit]