αναρρωτήριο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναρρωτήριο • (anarrotírio) n (plural αναρρωτήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναρρωτήριο (anarrotírio) | αναρρωτήρια (anarrotíria) |
genitive | αναρρωτηρίου (anarrotiríou) αναρρωτήριου (anarrotíriou) |
αναρρωτηρίων (anarrotiríon) |
accusative | αναρρωτήριο (anarrotírio) | αναρρωτήρια (anarrotíria) |
vocative | αναρρωτήριο (anarrotírio) | αναρρωτήρια (anarrotíria) |
Related terms
[edit]- see: αναρρώνω (anarróno, “to recover”)