απόγραφο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απόγραφο • (apógrafo) n (plural απόγραφα)
- authenticated copy, official copy (of a document)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόγραφο (apógrafo) | απόγραφα (apógrafa) |
genitive | απογράφου (apográfou) απόγραφου (apógrafou) |
απογράφων (apográfon) |
accusative | απόγραφο (apógrafo) | απόγραφα (apógrafa) |
vocative | απόγραφο (apógrafo) | απόγραφα (apógrafa) |
Related terms
[edit]- see: απογραφή f (apografí, “census, inventory”)