Jump to content

απόγραφο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόγραφο (apógrafon (plural απόγραφα)

  1. authenticated copy, official copy (of a document)

Declension

[edit]
Declension of απόγραφο
singular plural
nominative απόγραφο (apógrafo) απόγραφα (apógrafa)
genitive απογράφου (apográfou)
απόγραφου (apógrafou)
απογράφων (apográfon)
accusative απόγραφο (apógrafo) απόγραφα (apógrafa)
vocative απόγραφο (apógrafo) απόγραφα (apógrafa)
[edit]