αιωρόπτερο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αιωρόπτερο • (aioróptero) n (plural αιωρόπτερα)
- hang glider (the aircraft)
Declension
[edit]Declension of αιωρόπτερο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιωρόπτερο • | αιωρόπτερα • |
genitive | αιωροπτέρου •, αιωρόπτερου • | αιωροπτέρων • |
accusative | αιωρόπτερο • | αιωρόπτερα • |
vocative | αιωρόπτερο • | αιωρόπτερα • |
Related terms
[edit]- αιωροπτεριστής m (aioropteristís, “person who hang glides”)
- αιωροπτερίστρια f (aioropterístria, “person who hang glides”)
- αιωροπτερισμός m (aioropterismós, “hang gliding”)
Further reading
[edit]- Αιωροπτερισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el