βακτηρίδιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]βακτηρίδιο • (vaktirídio) n (plural βακτηρίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βακτηρίδιο (vaktirídio) | βακτηρίδια (vaktirídia) |
genitive | βακτηριδίου (vaktiridíou) βακτηρίδιου (vaktirídiou) |
βακτηριδίων (vaktiridíon) |
accusative | βακτηρίδιο (vaktirídio) | βακτηρίδια (vaktirídia) |
vocative | βακτηρίδιο (vaktirídio) | βακτηρίδια (vaktirídia) |