Jump to content

βακτηρίδια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βακτηρίδια (vaktirídian

  1. nominative plural of βακτηρίδιο (vaktirídio)
  2. accusative plural of βακτηρίδιο (vaktirídio)
  3. vocative plural of βακτηρίδιο (vaktirídio)