γιοττάμετρο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]γιοττάμετρο • (giottámetro) n (plural γιοττάμετρα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γιοττάμετρο (giottámetro) | γιοττάμετρα (giottámetra) |
genitive | γιοτταμέτρου (giottamétrou) γιοττάμετρου (giottámetrou) |
γιοτταμέτρων (giottamétron) |
accusative | γιοττάμετρο (giottámetro) | γιοττάμετρα (giottámetra) |
vocative | γιοττάμετρο (giottámetro) | γιοττάμετρα (giottámetra) |