γιοττάμετρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]γιοττάμετρο • (giottámetro) n (plural γιοττάμετρα)
Declension
[edit]Declension of γιοττάμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γιοττάμετρο • | γιοττάμετρα • |
genitive | γιοτταμέτρου •, γιοττάμετρου • | γιοτταμέτρων • |
accusative | γιοττάμετρο • | γιοττάμετρα • |
vocative | γιοττάμετρο • | γιοττάμετρα • |