Jump to content

γιοττάμετρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γιοττάμετρο (giottámetron (plural γιοττάμετρα)

  1. yottametre

Declension

[edit]
Declension of γιοττάμετρο
singular plural
nominative γιοττάμετρο (giottámetro) γιοττάμετρα (giottámetra)
genitive γιοτταμέτρου (giottamétrou)
γιοττάμετρου (giottámetrou)
γιοτταμέτρων (giottamétron)
accusative γιοττάμετρο (giottámetro) γιοττάμετρα (giottámetra)
vocative γιοττάμετρο (giottámetro) γιοττάμετρα (giottámetra)
[edit]

See also

[edit]