Jump to content

διαζύγιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαζύγιο (diazýgion (plural διαζύγια)

  1. divorce (dissolution of a marriage, separation from politics, etc.)

Declension

[edit]
Declension of διαζύγιο
singular plural
nominative διαζύγιο (diazýgio) διαζύγια (diazýgia)
genitive διαζυγίου (diazygíou)
διαζύγιου (diazýgiou)
διαζυγίων (diazygíon)
accusative διαζύγιο (diazýgio) διαζύγια (diazýgia)
vocative διαζύγιο (diazýgio) διαζύγια (diazýgia)

Further reading

[edit]