From Wiktionary, the free dictionary
διοξίδιο • (dioxídio) n (plural διοξίδια)
- Alternative form of διοξείδιο (dioxeídio)
Declension of διοξίδιο
|
singular
|
plural
|
nominative
|
διοξίδιο (dioxídio)
|
διοξίδια (dioxídia)
|
genitive
|
διοξιδίου (dioxidíou) διοξίδιου (dioxídiou)
|
διοξιδίων (dioxidíon)
|
accusative
|
διοξίδιο (dioxídio)
|
διοξίδια (dioxídia)
|
vocative
|
διοξίδιο (dioxídio)
|
διοξίδια (dioxídia)
|