Jump to content

διοξίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διοξίδιο (dioxídion (plural διοξίδια)

  1. Alternative form of διοξείδιο (dioxeídio)

Declension

[edit]
Declension of διοξίδιο
singular plural
nominative διοξίδιο (dioxídio) διοξίδια (dioxídia)
genitive διοξιδίου (dioxidíou)
διοξίδιου (dioxídiou)
διοξιδίων (dioxidíon)
accusative διοξίδιο (dioxídio) διοξίδια (dioxídia)
vocative διοξίδιο (dioxídio) διοξίδια (dioxídia)