Jump to content

γραμματόσημο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From γραμματό- (grammató-, postal) +‎ -σημο (-simo, stamp).

Noun

[edit]

γραμματόσημο (grammatósimon (plural γραμματόσημα)

  1. postage stamp

Declension

[edit]
Declension of γραμματόσημο
singular plural
nominative γραμματόσημο (grammatósimo) γραμματόσημα (grammatósima)
genitive γραμματοσήμου (grammatosímou)
γραμματόσημου (grammatósimou)
γραμματοσήμων (grammatosímon)
accusative γραμματόσημο (grammatósimo) γραμματόσημα (grammatósima)
vocative γραμματόσημο (grammatósimo) γραμματόσημα (grammatósima)
[edit]