Jump to content

ταχυδρομείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ταχυ- (tachy-, fast) +‎ δρόμος (drómos, road, street).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /taçiðɾoˈmio/
  • Hyphenation: τα‧χυ‧δρο‧μεί‧ο

Noun

[edit]

ταχυδρομείο (tachydromeíon (plural ταχυδρομεία)

  1. post office (building)
  2. postal service

Declension

[edit]
Declension of ταχυδρομείο
singular plural
nominative ταχυδρομείο (tachydromeío) ταχυδρομεία (tachydromeía)
genitive ταχυδρομείου (tachydromeíou) ταχυδρομείων (tachydromeíon)
accusative ταχυδρομείο (tachydromeío) ταχυδρομεία (tachydromeía)
vocative ταχυδρομείο (tachydromeío) ταχυδρομεία (tachydromeía)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]