ταχυδρομικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ταχυδρομ(είο) (tachydrom(eío)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]- IPA(key): /ta.çi.ðɾo.miˈkos/
- Hyphenation: τα‧χυ‧δρο‧μι‧κός
- Homophone: ταχυδρομικώς (tachydromikós)
- Rhymes: -os
Adjective
[edit]ταχυδρομικός • (tachydromikós) m (feminine ταχυδρομική, neuter ταχυδρομικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ταχυδρομικός (tachydromikós) | ταχυδρομική (tachydromikí) | ταχυδρομικό (tachydromikó) | ταχυδρομικοί (tachydromikoí) | ταχυδρομικές (tachydromikés) | ταχυδρομικά (tachydromiká) | |
genitive | ταχυδρομικού (tachydromikoú) | ταχυδρομικής (tachydromikís) | ταχυδρομικού (tachydromikoú) | ταχυδρομικών (tachydromikón) | ταχυδρομικών (tachydromikón) | ταχυδρομικών (tachydromikón) | |
accusative | ταχυδρομικό (tachydromikó) | ταχυδρομική (tachydromikí) | ταχυδρομικό (tachydromikó) | ταχυδρομικούς (tachydromikoús) | ταχυδρομικές (tachydromikés) | ταχυδρομικά (tachydromiká) | |
vocative | ταχυδρομικέ (tachydromiké) | ταχυδρομική (tachydromikí) | ταχυδρομικό (tachydromikó) | ταχυδρομικοί (tachydromikoí) | ταχυδρομικές (tachydromikés) | ταχυδρομικά (tachydromiká) |
Derived terms
[edit]- ταχυδρομικά (tachydromiká, adverb)
- ταχυδρομικώς (tachydromikós, adverb)
Multiword terms
- ταχυδρομική θυρίδα f (tachydromikí thyrída, “post office box”)
- ταχυδρομικός κώδικας m (tachydromikós kódikas, “postcode, zip code”)
Related terms
[edit]- see: ταχυδρομείο n (tachydromeío, “post office”)
References
[edit]- ^ ταχυδρομικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language