Jump to content

ταχυδρομικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ταχυδρομ(είο) (tachydrom(eío)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

ταχυδρομικός (tachydromikósm (feminine ταχυδρομική, neuter ταχυδρομικό)

  1. postal, post, mail

Declension

[edit]
Declension of ταχυδρομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταχυδρομικός (tachydromikós) ταχυδρομική (tachydromikí) ταχυδρομικό (tachydromikó) ταχυδρομικοί (tachydromikoí) ταχυδρομικές (tachydromikés) ταχυδρομικά (tachydromiká)
genitive ταχυδρομικού (tachydromikoú) ταχυδρομικής (tachydromikís) ταχυδρομικού (tachydromikoú) ταχυδρομικών (tachydromikón) ταχυδρομικών (tachydromikón) ταχυδρομικών (tachydromikón)
accusative ταχυδρομικό (tachydromikó) ταχυδρομική (tachydromikí) ταχυδρομικό (tachydromikó) ταχυδρομικούς (tachydromikoús) ταχυδρομικές (tachydromikés) ταχυδρομικά (tachydromiká)
vocative ταχυδρομικέ (tachydromiké) ταχυδρομική (tachydromikí) ταχυδρομικό (tachydromikó) ταχυδρομικοί (tachydromikoí) ταχυδρομικές (tachydromikés) ταχυδρομικά (tachydromiká)

Derived terms

[edit]
Multiword terms
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ταχυδρομικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language