ταχυδρομική θυρίδα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ταχυδρομική θυρίδα • (tachydromikí thyrída) f (plural ταχυδρομικές θυρίδες)
Declension
[edit]- see: ταχυδρομικός (tachydromikós) and θυρίδα (thyrída)
Synonyms
[edit]- Τ.Θ. (T.Th.)
- ταχυδρομικό κιβώτιο n (tachydromikó kivótio) (Cyprus)