Jump to content

αυτοκινητοδρόμιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αυτοκινητοδρόμιο (aftokinitodrómion (plural αυτοκινητοδρόμια)

  1. motor racing circuit, race track

Declension

[edit]
Declension of αυτοκινητοδρόμιο
singular plural
nominative αυτοκινητοδρόμιο (aftokinitodrómio) αυτοκινητοδρόμια (aftokinitodrómia)
genitive αυτοκινητοδρομίου (aftokinitodromíou)
αυτοκινητοδρόμιου (aftokinitodrómiou)
αυτοκινητοδρομίων (aftokinitodromíon)
accusative αυτοκινητοδρόμιο (aftokinitodrómio) αυτοκινητοδρόμια (aftokinitodrómia)
vocative αυτοκινητοδρόμιο (aftokinitodrómio) αυτοκινητοδρόμια (aftokinitodrómia)
[edit]

Further reading

[edit]