Jump to content

αυτοκινητοδρομία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αυτοκινητοδρομία (aftokinitodromíaf (countable and uncountable, plural αυτοκινητοδρομίες)

  1. motor racing
  2. car ride
    Synonym: αυτοκινητάδα (aftokinitáda)

Declension

[edit]
Declension of αυτοκινητοδρομία
singular plural
nominative αυτοκινητοδρομία (aftokinitodromía) αυτοκινητοδρομίες (aftokinitodromíes)
genitive αυτοκινητοδρομίας (aftokinitodromías) αυτοκινητοδρομιών (aftokinitodromión)
accusative αυτοκινητοδρομία (aftokinitodromía) αυτοκινητοδρομίες (aftokinitodromíes)
vocative αυτοκινητοδρομία (aftokinitodromía) αυτοκινητοδρομίες (aftokinitodromíes)
[edit]

Further reading

[edit]