Jump to content

δοκιμαστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δοκιμαστήριο (dokimastírion (plural δοκιμαστήρια)

  1. fitting room, changing room (for trying on clothes)

Declension

[edit]
Declension of δοκιμαστήριο
singular plural
nominative δοκιμαστήριο (dokimastírio) δοκιμαστήρια (dokimastíria)
genitive δοκιμαστηρίου (dokimastiríou)
δοκιμαστήριου (dokimastíriou)
δοκιμαστηρίων (dokimastiríon)
accusative δοκιμαστήριο (dokimastírio) δοκιμαστήρια (dokimastíria)
vocative δοκιμαστήριο (dokimastírio) δοκιμαστήρια (dokimastíria)
[edit]
see: δοκιμή f (dokimí, trial, test)