αντισχέδιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντισχέδιο • (antischédio) n (plural αντισχέδια)
- counterplan
- Antonym: σχέδιο (schédio)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντισχέδιο (antischédio) | αντισχέδια (antischédia) |
genitive | αντισχεδίου (antischedíou) αντισχέδιου (antischédiou) |
αντισχεδίων (antischedíon) |
accusative | αντισχέδιο (antischédio) | αντισχέδια (antischédia) |
vocative | αντισχέδιο (antischédio) | αντισχέδια (antischédia) |