Jump to content

αντισχέδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντισχέδιο (antischédion (plural αντισχέδια)

  1. counterplan
    Antonym: σχέδιο (schédio)

Declension

[edit]
Declension of αντισχέδιο
singular plural
nominative αντισχέδιο (antischédio) αντισχέδια (antischédia)
genitive αντισχεδίου (antischedíou)
αντισχέδιου (antischédiou)
αντισχεδίων (antischedíon)
accusative αντισχέδιο (antischédio) αντισχέδια (antischédia)
vocative αντισχέδιο (antischédio) αντισχέδια (antischédia)