Jump to content

αντικίνητρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικίνητρο (antikínitron (plural αντικίνητρα)

  1. (neologism) disincentive
    Antonym: κίνητρο (kínitro)

Declension

[edit]
Declension of αντικίνητρο
singular plural
nominative αντικίνητρο (antikínitro) αντικίνητρα (antikínitra)
genitive αντικινήτρου (antikinítrou)
αντικίνητρου (antikínitrou)
αντικινήτρων (antikinítron)
accusative αντικίνητρο (antikínitro) αντικίνητρα (antikínitra)
vocative αντικίνητρο (antikínitro) αντικίνητρα (antikínitra)