αντικίνητρο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικίνητρο • (antikínitro) n (plural αντικίνητρα)
- (neologism) disincentive
- Antonym: κίνητρο (kínitro)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικίνητρο (antikínitro) | αντικίνητρα (antikínitra) |
genitive | αντικινήτρου (antikinítrou) αντικίνητρου (antikínitrou) |
αντικινήτρων (antikinítron) |
accusative | αντικίνητρο (antikínitro) | αντικίνητρα (antikínitra) |
vocative | αντικίνητρο (antikínitro) | αντικίνητρα (antikínitra) |