αντίτυπο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντίτυπο • (antítypo) n (plural αντίτυπα)
- copy, issue, edition
- Αγόρασα ένα αντίτυπο της εφημερίδας μου σήμερα το πρωί.
- Agórasa éna antítypo tis efimerídas mou símera to proḯ.
- I bought a copy of my paper this morning.
- casting, replica, reproduction
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίτυπο (antítypo) | αντίτυπα (antítypa) |
genitive | αντιτύπου (antitýpou) αντίτυπου (antítypou) |
αντιτύπων (antitýpon) |
accusative | αντίτυπο (antítypo) | αντίτυπα (antítypa) |
vocative | αντίτυπο (antítypo) | αντίτυπα (antítypa) |
See also
[edit]- αντίγραφο n (antígrafo, “copy, transcript”)
- αντιγραφή n (antigrafí, “plagiarism, copying”)
- αντιγραφέας m or f (antigraféas, “scribe”)
- αντιγράφω (antigráfo, “to reproduce, copy out”)
- έκδοση f (ékdosi, “edition”)