Jump to content

αντίτυπο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντίτυπο (antítypon (plural αντίτυπα)

  1. copy, issue, edition
    Αγόρασα ένα αντίτυπο της εφημερίδας μου σήμερα το πρωί.
    Agórasa éna antítypo tis efimerídas mou símera to proḯ.
    I bought a copy of my paper this morning.
  2. casting, replica, reproduction

Declension

[edit]
Declension of αντίτυπο
singular plural
nominative αντίτυπο (antítypo) αντίτυπα (antítypa)
genitive αντιτύπου (antitýpou)
αντίτυπου (antítypou)
αντιτύπων (antitýpon)
accusative αντίτυπο (antítypo) αντίτυπα (antítypa)
vocative αντίτυπο (antítypo) αντίτυπα (antítypa)

See also

[edit]