αραιόμετρο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αραιόμετρο (araiómetron (plural αραιόμετρα)

  1. areometer, hydrometer
    Synonyms: πυκνόμετρο (pyknómetro), υδρόμετρο (ydrómetro)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αραιόμετρο (araiómetro) αραιόμετρα (araiómetra)
genitive αραιομέτρου (araiométrou)
αραιόμετρου (araiómetrou)
αραιομέτρων (araiométron)
accusative αραιόμετρο (araiómetro) αραιόμετρα (araiómetra)
vocative αραιόμετρο (araiómetro) αραιόμετρα (araiómetra)
[edit]

Further reading

[edit]