αραιόμετρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αραιόμετρο • (araiómetro) n (plural αραιόμετρα)
- areometer, hydrometer
- Synonyms: πυκνόμετρο (pyknómetro), υδρόμετρο (ydrómetro)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αραιόμετρο (araiómetro) | αραιόμετρα (araiómetra) |
genitive | αραιομέτρου (araiométrou) αραιόμετρου (araiómetrou) |
αραιομέτρων (araiométron) |
accusative | αραιόμετρο (araiómetro) | αραιόμετρα (araiómetra) |
vocative | αραιόμετρο (araiómetro) | αραιόμετρα (araiómetra) |
Related terms
[edit]- see: αραιός (araiós, “dilute, rare”)
Further reading
[edit]- αραιόμετρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αραιόμετρο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language