Jump to content

αλφαβητάριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλφαβητάριο (alfavitárion (plural αλφαβητάρια)

  1. Alternative form of αλφαβητάρι (alfavitári)

Declension

[edit]
Declension of αλφαβητάριο
singular plural
nominative αλφαβητάριο (alfavitário) αλφαβητάρια (alfavitária)
genitive αλφαβηταρίου (alfavitaríou)
αλφαβητάριου (alfavitáriou)
αλφαβηταρίων (alfavitaríon)
accusative αλφαβητάριο (alfavitário) αλφαβητάρια (alfavitária)
vocative αλφαβητάριο (alfavitário) αλφαβητάρια (alfavitária)