Jump to content

αποδυτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποδυτήριο (apodytírion (plural αποδυτήρια) (usually in the plural)

  1. dressing room, changing room, locker room

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποδυτήριο (apodytírio) αποδυτήρια (apodytíria)
genitive αποδυτηρίου (apodytiríou)
αποδυτήριου (apodytíriou)
αποδυτηρίων (apodytiríon)
accusative αποδυτήριο (apodytírio) αποδυτήρια (apodytíria)
vocative αποδυτήριο (apodytírio) αποδυτήρια (apodytíria)
[edit]