Jump to content

απομονωτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απομονωτήριο (apomonotírion (plural απομονωτήρια)

  1. (medicine) isolation ward
  2. (prison) solitary cell

Declension

[edit]
Declension of απομονωτήριο
singular plural
nominative απομονωτήριο (apomonotírio) απομονωτήρια (apomonotíria)
genitive απομονωτηρίου (apomonotiríou)
απομονωτήριου (apomonotíriou)
απομονωτηρίων (apomonotiríon)
accusative απομονωτήριο (apomonotírio) απομονωτήρια (apomonotíria)
vocative απομονωτήριο (apomonotírio) απομονωτήρια (apomonotíria)

Proparoxytone genitive forms are less common: απομονωτήριου (apomonotíriou) and απομονωτήριων (apomonotírion)

[edit]

Further reading

[edit]