Jump to content

διαπιστευτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαπιστευτήριο (diapisteftírion (plural διαπιστευτήρια) (usually in the plural)

  1. credential (document of authority)

Declension

[edit]
singular plural
nominative διαπιστευτήριο (diapisteftírio) διαπιστευτήρια (diapisteftíria)
genitive διαπιστευτηρίου (diapisteftiríou)
διαπιστευτήριου (diapisteftíriou)
διαπιστευτηρίων (diapisteftiríon)
accusative διαπιστευτήριο (diapisteftírio) διαπιστευτήρια (diapisteftíria)
vocative διαπιστευτήριο (diapisteftírio) διαπιστευτήρια (diapisteftíria)