Jump to content

διαπιστευτήρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαπιστευτήρια (diapisteftírian pl

  1. credentials (documents of authority)
  2. nominative/accusative/vocative plural of διαπιστευτήριο (diapisteftírio)

Declension

[edit]
Declension of διαπιστευτήρια
plural
nominative διαπιστευτήρια (diapisteftíria)
genitive διαπιστευτηρίων (diapisteftiríon)
accusative διαπιστευτήρια (diapisteftíria)
vocative διαπιστευτήρια (diapisteftíria)