Jump to content

δουλεμπόριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δουλεμπόριο (doulempórion (plural δουλεμπόρια)

  1. slave trade, human trafficking

Declension

[edit]
Declension of δουλεμπόριο
singular plural
nominative δουλεμπόριο (doulempório) δουλεμπόρια (doulempória)
genitive δουλεμπορίου (doulemporíou)
δουλεμπόριου (doulempóriou)
δουλεμπορίων (doulemporíon)
accusative δουλεμπόριο (doulempório) δουλεμπόρια (doulempória)
vocative δουλεμπόριο (doulempório) δουλεμπόρια (doulempória)

Coordinate terms

[edit]