Jump to content

γερούνδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

γερούνδιο (geroúndion (plural γερούνδια)

  1. (grammar) gerund

Declension

[edit]
Declension of γερούνδιο
singular plural
nominative γερούνδιο (geroúndio) γερούνδια (geroúndia)
genitive γερουνδίου (geroundíou)
γερούνδιου (geroúndiou)
γερουνδίων (geroundíon)
accusative γερούνδιο (geroúndio) γερούνδια (geroúndia)
vocative γερούνδιο (geroúndio) γερούνδια (geroúndia)