γερούνδιο
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- γερούνδιον (geroúndion)
Noun
[edit]γερούνδιο • (geroúndio) n (plural γερούνδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γερούνδιο (geroúndio) | γερούνδια (geroúndia) |
genitive | γερουνδίου (geroundíou) γερούνδιου (geroúndiou) |
γερουνδίων (geroundíon) |
accusative | γερούνδιο (geroúndio) | γερούνδια (geroúndia) |
vocative | γερούνδιο (geroúndio) | γερούνδια (geroúndia) |