Jump to content

αποστακτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποστακτήριο (apostaktírion (plural αποστακτήρια)

  1. distillery

Declension

[edit]
Declension of αποστακτήριο
singular plural
nominative αποστακτήριο (apostaktírio) αποστακτήρια (apostaktíria)
genitive αποστακτηρίου (apostaktiríou)
αποστακτήριου (apostaktíriou)
αποστακτηρίων (apostaktiríon)
accusative αποστακτήριο (apostaktírio) αποστακτήρια (apostaktíria)
vocative αποστακτήριο (apostaktírio) αποστακτήρια (apostaktíria)
[edit]
see: αποστάζω (apostázo, to distil)