αποστακτήρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποστακτήρια • (apostaktíria) n
- nominative plural of αποστακτήριο (apostaktírio)
- accusative plural of αποστακτήριο (apostaktírio)
- vocative plural of αποστακτήριο (apostaktírio)
αποστακτήρια • (apostaktíria) n