αντλιοστάσιο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντλιοστάσιο (antliostásion (plural αντλιοστάσια)

  1. pump house, pumping station

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντλιοστάσιο (antliostásio) αντλιοστάσια (antliostásia)
genitive αντλιοστασίου (antliostasíou)
αντλιοστάσιου (antliostásiou)
αντλιοστασίων (antliostasíon)
accusative αντλιοστάσιο (antliostásio) αντλιοστάσια (antliostásia)
vocative αντλιοστάσιο (antliostásio) αντλιοστάσια (antliostásia)
[edit]
  • see: αντλώ (antló, to pump; to conclude)