αντλιοστάσιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντλιοστάσιο • (antliostásio) n (plural αντλιοστάσια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντλιοστάσιο (antliostásio) | αντλιοστάσια (antliostásia) |
genitive | αντλιοστασίου (antliostasíou) αντλιοστάσιου (antliostásiou) |
αντλιοστασίων (antliostasíon) |
accusative | αντλιοστάσιο (antliostásio) | αντλιοστάσια (antliostásia) |
vocative | αντλιοστάσιο (antliostásio) | αντλιοστάσια (antliostásia) |
Related terms
[edit]- see: αντλώ (antló, “to pump; to conclude”)