Jump to content

γονίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γονίδιο (gonídion (plural γονίδια)

  1. (biology, genetics) gene (unit of heredity)

Declension

[edit]
Declension of γονίδιο
singular plural
nominative γονίδιο (gonídio) γονίδια (gonídia)
genitive γονιδίου (gonidíou)
γονίδιου (gonídiou)
γονιδίων (gonidíon)
accusative γονίδιο (gonídio) γονίδια (gonídia)
vocative γονίδιο (gonídio) γονίδια (gonídia)