Jump to content

διυλιστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From διυλίζω (diylízo).

Noun

[edit]

διυλιστήριο (diylistírion (plural διυλιστήρια)

  1. refinery

Declension

[edit]
Declension of διυλιστήριο
singular plural
nominative διυλιστήριο (diylistírio) διυλιστήρια (diylistíria)
genitive διυλιστηρίου (diylistiríou)
διυλιστήριου (diylistíriou)
διυλιστηρίων (diylistiríon)
accusative διυλιστήριο (diylistírio) διυλιστήρια (diylistíria)
vocative διυλιστήριο (diylistírio) διυλιστήρια (diylistíria)
[edit]