Jump to content

αντίγονο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντίγονο (antígonon (plural αντίγονα)

  1. (biochemistry) Alternative form of αντιγόνο (antigóno)

Declension

[edit]
Declension of αντίγονο
singular plural
nominative αντίγονο (antígono) αντίγονα (antígona)
genitive αντιγόνου (antigónou)
αντίγονου (antígonou)
αντιγόνων (antigónon)
accusative αντίγονο (antígono) αντίγονα (antígona)
vocative αντίγονο (antígono) αντίγονα (antígona)