ανακτοβούλιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ανακτοβούλιο • (anaktovoúlio) n (plural ανακτοβούλια)
Declension
[edit]Declension of ανακτοβούλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακτοβούλιο • | ανακτοβούλια • |
genitive | ανακτοβουλίου •, ανακτοβούλιου • | ανακτοβουλίων • |
accusative | ανακτοβούλιο • | ανακτοβούλια • |
vocative | ανακτοβούλιο • | ανακτοβούλια • |
Related terms
[edit]- ανακτοσύμβουλος m (anaktosýmvoulos, “privy councillor”)
Further reading
[edit]- ανακτοβούλιο - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- ανακτοβούλιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language