Jump to content

ανακτοσύμβουλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανακτοσύμβουλος (anaktosýmvoulosm (plural ανακτοσύμβουλοι)

  1. (politics) privy councillor (UK), privy councilor (US)

Declension

[edit]
Declension of ανακτοσύμβουλος
singular plural
nominative ανακτοσύμβουλος (anaktosýmvoulos) ανακτοσύμβουλοι (anaktosýmvouloi)
genitive ανακτοσυμβούλου (anaktosymvoúlou) ανακτοσυμβούλων (anaktosymvoúlon)
accusative ανακτοσύμβουλο (anaktosýmvoulo) ανακτοσυμβούλους (anaktosymvoúlous)
vocative ανακτοσύμβουλε (anaktosýmvoule) ανακτοσύμβουλοι (anaktosýmvouloi)
[edit]