Jump to content

αντιμήνσιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιμήνσιο (antimínsion (plural αντιμήνσια)

  1. (religion) altar cloth

Declension

[edit]
Declension of αντιμήνσιο
singular plural
nominative αντιμήνσιο (antimínsio) αντιμήνσια (antimínsia)
genitive αντιμηνσίου (antiminsíou)
αντιμήνσιου (antimínsiou)
αντιμηνσίων (antiminsíon)
accusative αντιμήνσιο (antimínsio) αντιμήνσια (antimínsia)
vocative αντιμήνσιο (antimínsio) αντιμήνσια (antimínsia)