αντιμήνσιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιμήνσιο • (antimínsio) n (plural αντιμήνσια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιμήνσιο (antimínsio) | αντιμήνσια (antimínsia) |
genitive | αντιμηνσίου (antiminsíou) αντιμήνσιου (antimínsiou) |
αντιμηνσίων (antiminsíon) |
accusative | αντιμήνσιο (antimínsio) | αντιμήνσια (antimínsia) |
vocative | αντιμήνσιο (antimínsio) | αντιμήνσια (antimínsia) |