αντιραστήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιραστήριο • (antirastírio) n (plural αντιραστήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιραστήριο (antirastírio) | αντιραστήρια (antirastíria) |
genitive | αντιραστηρίου (antirastiríou) αντιραστήριου (antirastíriou) |
αντιραστηρίων (antirastiríon) |
accusative | αντιραστήριο (antirastírio) | αντιραστήρια (antirastíria) |
vocative | αντιραστήριο (antirastírio) | αντιραστήρια (antirastíria) |
Related terms
[edit]- see: αντίδραση m (antídrasi, “reactor”)