Jump to content

αντιραστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιραστήριο (antirastírion (plural αντιραστήρια)

  1. (chemistry) reagent, test
    αντιδραστήριο Μπένεντικτantidrastírio BénentiktBenedict's reagent

Declension

[edit]
Declension of αντιραστήριο
singular plural
nominative αντιραστήριο (antirastírio) αντιραστήρια (antirastíria)
genitive αντιραστηρίου (antirastiríou)
αντιραστήριου (antirastíriou)
αντιραστηρίων (antirastiríon)
accusative αντιραστήριο (antirastírio) αντιραστήρια (antirastíria)
vocative αντιραστήριο (antirastírio) αντιραστήρια (antirastíria)
[edit]