αρθρίδιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρθρίδιο • (arthrídio) n (plural αρθρίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρθρίδιο (arthrídio) | αρθρίδια (arthrídia) |
genitive | αρθριδίου (arthridíou) αρθρίδιου (arthrídiou) |
αρθριδίων (arthridíon) |
accusative | αρθρίδιο (arthrídio) | αρθρίδια (arthrídia) |
vocative | αρθρίδιο (arthrídio) | αρθρίδια (arthrídia) |
Related terms
[edit]- see: άρθρο n (árthro, “article”)