Jump to content

αρθρίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρθρίδιο (arthrídion (plural αρθρίδια)

  1. (journalism) short article

Declension

[edit]
Declension of αρθρίδιο
singular plural
nominative αρθρίδιο (arthrídio) αρθρίδια (arthrídia)
genitive αρθριδίου (arthridíou)
αρθρίδιου (arthrídiou)
αρθριδίων (arthridíon)
accusative αρθρίδιο (arthrídio) αρθρίδια (arthrídia)
vocative αρθρίδιο (arthrídio) αρθρίδια (arthrídia)
[edit]