Jump to content

διαιτολόγιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαιτολόγιο (diaitológion (plural διαιτολόγια)

  1. (medicine) diet (predetermined food programme)
  2. diet book

Declension

[edit]
Declension of διαιτολόγιο
singular plural
nominative διαιτολόγιο (diaitológio) διαιτολόγια (diaitológia)
genitive διαιτολογίου (diaitologíou)
διαιτολόγιου (diaitológiou)
διαιτολογίων (diaitologíon)
accusative διαιτολόγιο (diaitológio) διαιτολόγια (diaitológia)
vocative διαιτολόγιο (diaitológio) διαιτολόγια (diaitológia)
[edit]