Jump to content

βιοκαύσιμο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βιοκαύσιμο (viokáfsimon (plural βιοκαύσιμα)

  1. biofuel

Declension

[edit]
singular plural
nominative βιοκαύσιμο (viokáfsimo) βιοκαύσιμα (viokáfsima)
genitive βιοκαυσίμου (viokafsímou)
βιοκαύσιμου (viokáfsimou)
βιοκαυσίμων (viokafsímon)
accusative βιοκαύσιμο (viokáfsimo) βιοκαύσιμα (viokáfsima)
vocative βιοκαύσιμο (viokáfsimo) βιοκαύσιμα (viokáfsima)

Further reading

[edit]