ακρυλαμίδιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ακρυλαμίδιο • (akrylamídio) n (plural ακρυλαμίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακρυλαμίδιο (akrylamídio) | ακρυλαμίδια (akrylamídia) |
genitive | ακρυλαμιδίου (akrylamidíou) ακρυλαμίδιου (akrylamídiou) |
ακρυλαμιδίων (akrylamidíon) |
accusative | ακρυλαμίδιο (akrylamídio) | ακρυλαμίδια (akrylamídia) |
vocative | ακρυλαμίδιο (akrylamídio) | ακρυλαμίδια (akrylamídia) |