ακρυλαμίδιο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακρυλαμίδιο (akrylamídion (plural ακρυλαμίδια)

  1. (chemistry, biochemistry) acrylamide

Declension

[edit]
singular plural
nominative ακρυλαμίδιο (akrylamídio) ακρυλαμίδια (akrylamídia)
genitive ακρυλαμιδίου (akrylamidíou)
ακρυλαμίδιου (akrylamídiou)
ακρυλαμιδίων (akrylamidíon)
accusative ακρυλαμίδιο (akrylamídio) ακρυλαμίδια (akrylamídia)
vocative ακρυλαμίδιο (akrylamídio) ακρυλαμίδια (akrylamídia)