δισκοπρίονο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]δίσκος (dískos, “disk”) + πριόνι (prióni, “saw”)
Noun
[edit]δισκοπρίονο • (diskopríono) n (plural δισκοπρίονα)
- circular saw (disk shaped power saw)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δισκοπρίονο (diskopríono) | δισκοπρίονα (diskopríona) |
genitive | δισκοπριόνου (diskopriónou) δισκοπρίονου (diskopríonou) |
δισκοπριόνων (diskopriónon) δισκοπρίονων (diskopríonon) |
accusative | δισκοπρίονο (diskopríono) | δισκοπρίονα (diskopríona) |
vocative | δισκοπρίονο (diskopríono) | δισκοπρίονα (diskopríona) |
See also
[edit]- πριόνι n (prióni, “saw”)
- λεπτό πριόνι n (leptó prióni, “jigsaw”)