Jump to content

δισκοπρίονο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

δίσκος (dískos, disk) +‎ πριόνι (prióni, saw)

Noun

[edit]

δισκοπρίονο (diskopríonon (plural δισκοπρίονα)

  1. circular saw (disk shaped power saw)

Declension

[edit]
Declension of δισκοπρίονο
singular plural
nominative δισκοπρίονο (diskopríono) δισκοπρίονα (diskopríona)
genitive δισκοπριόνου (diskopriónou)
δισκοπρίονου (diskopríonou)
δισκοπριόνων (diskopriónon)
δισκοπρίονων (diskopríonon)
accusative δισκοπρίονο (diskopríono) δισκοπρίονα (diskopríona)
vocative δισκοπρίονο (diskopríono) δισκοπρίονα (diskopríona)

See also

[edit]