Jump to content

αθυρόστομος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, privative alpha) +‎ θύρα (thýra, door) +‎ στόμα (stóma, mouth).

Adjective

[edit]

αθυρόστομος (athyróstomosm (feminine αθυρόστομη, neuter αθυρόστομο)

  1. foul-mouthed, profane
  2. impertinent, garrulous, loquacious

Declension

[edit]
Declension of αθυρόστομος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθυρόστομος (athyróstomos) αθυρόστομη (athyróstomi) αθυρόστομο (athyróstomo) αθυρόστομοι (athyróstomoi) αθυρόστομες (athyróstomes) αθυρόστομα (athyróstoma)
genitive αθυρόστομου (athyróstomou) αθυρόστομης (athyróstomis) αθυρόστομου (athyróstomou) αθυρόστομων (athyróstomon) αθυρόστομων (athyróstomon) αθυρόστομων (athyróstomon)
accusative αθυρόστομο (athyróstomo) αθυρόστομη (athyróstomi) αθυρόστομο (athyróstomo) αθυρόστομους (athyróstomous) αθυρόστομες (athyróstomes) αθυρόστομα (athyróstoma)
vocative αθυρόστομε (athyróstome) αθυρόστομη (athyróstomi) αθυρόστομο (athyróstomo) αθυρόστομοι (athyróstomoi) αθυρόστομες (athyróstomes) αθυρόστομα (athyróstoma)
[edit]