λιγνιτωρυχείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from λιγνίτης (lignítis, “lignite”) + ορυχείο (orycheío, “mine”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]λιγνιτωρυχείο • (lignitorycheío) n (plural λιγνιτωρυχεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λιγνιτωρυχείο (lignitorycheío) | λιγνιτωρυχεία (lignitorycheía) |
genitive | λιγνιτωρυχείου (lignitorycheíou) | λιγνιτωρυχείων (lignitorycheíon) |
accusative | λιγνιτωρυχείο (lignitorycheío) | λιγνιτωρυχεία (lignitorycheía) |
vocative | λιγνιτωρυχείο (lignitorycheío) | λιγνιτωρυχεία (lignitorycheía) |
References
[edit]- λιγνιτωρυχείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language