θειοκυανικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From θείο (theío) + κυάνιο (kyánio) + -ικός (-ikós), calque of English thiocyanate.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]θειοκυανικός • (theiokyanikós) m (feminine θειοκυανική, neuter θειοκυανικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | θειοκυανικός (theiokyanikós) | θειοκυανική (theiokyanikí) | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανικοί (theiokyanikoí) | θειοκυανικές (theiokyanikés) | θειοκυανικά (theiokyaniká) | |
genitive | θειοκυανικού (theiokyanikoú) | θειοκυανικής (theiokyanikís) | θειοκυανικού (theiokyanikoú) | θειοκυανικών (theiokyanikón) | θειοκυανικών (theiokyanikón) | θειοκυανικών (theiokyanikón) | |
accusative | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανική (theiokyanikí) | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανικούς (theiokyanikoús) | θειοκυανικές (theiokyanikés) | θειοκυανικά (theiokyaniká) | |
vocative | θειοκυανικέ (theiokyaniké) | θειοκυανική (theiokyanikí) | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανικοί (theiokyanikoí) | θειοκυανικές (theiokyanikés) | θειοκυανικά (theiokyaniká) |
Related terms
[edit]- θείο n (theío, “sulfur”)
- κυανικός (kyanikós, “cyanate”, adjective)
- κυανιούχος (kyanioúchos, “cyanide”, adjective)
- κυανίδιο n (kyanídio, “cyanide”)
Further reading
[edit]- θειοκυανικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el