θειοκυανικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From θείο (theío) +‎ κυάνιο (kyánio) +‎ -ικός (-ikós), calque of English thiocyanate.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /θi.o.ci.a.niˈkos/

Adjective

[edit]

θειοκυανικός (theiokyanikósm (feminine θειοκυανική, neuter θειοκυανικό)

  1. (inorganic chemistry) thiocyanate

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θειοκυανικός (theiokyanikós) θειοκυανική (theiokyanikí) θειοκυανικό (theiokyanikó) θειοκυανικοί (theiokyanikoí) θειοκυανικές (theiokyanikés) θειοκυανικά (theiokyaniká)
genitive θειοκυανικού (theiokyanikoú) θειοκυανικής (theiokyanikís) θειοκυανικού (theiokyanikoú) θειοκυανικών (theiokyanikón) θειοκυανικών (theiokyanikón) θειοκυανικών (theiokyanikón)
accusative θειοκυανικό (theiokyanikó) θειοκυανική (theiokyanikí) θειοκυανικό (theiokyanikó) θειοκυανικούς (theiokyanikoús) θειοκυανικές (theiokyanikés) θειοκυανικά (theiokyaniká)
vocative θειοκυανικέ (theiokyaniké) θειοκυανική (theiokyanikí) θειοκυανικό (theiokyanikó) θειοκυανικοί (theiokyanikoí) θειοκυανικές (theiokyanikés) θειοκυανικά (theiokyaniká)
[edit]

Further reading

[edit]