αστυνομοκρατία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αστυνομία (astynomía, “police”) + -ο- (-o-) + -κρατία (-kratía, “-cracy”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αστυνομοκρατία • (astynomokratía) f (plural αστυνομοκρατίες)
Declension
[edit]Declension of αστυνομοκρατία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστυνομοκρατία • | αστυνομοκρατίες • |
genitive | αστυνομοκρατίας • | αστυνομοκρατιών • |
accusative | αστυνομοκρατία • | αστυνομοκρατίες • |
vocative | αστυνομοκρατία • | αστυνομοκρατίες • |
Related terms
[edit]- see: αστυνομία f (astynomía, “police”)
Further reading
[edit]- αστυνομοκρατία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αστυνομοκρατία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language