Jump to content

αεριωθούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αέριος (aérios, aerial) +‎ ωθούμενος (othoúmenos, pushed, propelled) from ωθώ (othó)

Adjective

[edit]

αεριωθούμενος (aeriothoúmenosm (feminine αεριωθούμενη, neuter αεριωθούμενο)

  1. jet propelled

Declension

[edit]
Declension of αεριωθούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεριωθούμενος (aeriothoúmenos) αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) αεριωθούμενοι (aeriothoúmenoi) αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) αεριωθούμενα (aeriothoúmena)
genitive αεριωθούμενου (aeriothoúmenou) αεριωθούμενης (aeriothoúmenis) αεριωθούμενου (aeriothoúmenou) αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) αεριωθούμενων (aeriothoúmenon)
accusative αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) αεριωθούμενους (aeriothoúmenous) αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) αεριωθούμενα (aeriothoúmena)
vocative αεριωθούμενε (aeriothoúmene) αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) αεριωθούμενοι (aeriothoúmenoi) αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) αεριωθούμενα (aeriothoúmena)
[edit]

See also

[edit]