αεριωθούμενος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αέριος (aérios, “aerial”) + ωθούμενος (othoúmenos, “pushed, propelled”) from ωθώ (othó)
Adjective
[edit]αεριωθούμενος • (aeriothoúmenos) m (feminine αεριωθούμενη, neuter αεριωθούμενο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεριωθούμενος (aeriothoúmenos) | αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενοι (aeriothoúmenoi) | αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) | αεριωθούμενα (aeriothoúmena) | |
genitive | αεριωθούμενου (aeriothoúmenou) | αεριωθούμενης (aeriothoúmenis) | αεριωθούμενου (aeriothoúmenou) | αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) | αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) | αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) | |
accusative | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενους (aeriothoúmenous) | αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) | αεριωθούμενα (aeriothoúmena) | |
vocative | αεριωθούμενε (aeriothoúmene) | αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενοι (aeriothoúmenoi) | αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) | αεριωθούμενα (aeriothoúmena) |
Related terms
[edit]- αεριωθούμενο n (aeriothoúmeno, “jet”)
- αεριοπροώθηση f (aerioproóthisi, “jet propulsion”)
- see: αέρας m (aéras, “air, wind”)
See also
[edit]- τζετ n (tzet, “jet”)